Ο ιστοχώρος του ΠΑΓΓΕΡΑΓΩΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ (Αττική)

Ιστοχώρος του ΠΑΓΓΕΡΑΓΩΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ (Αττικής).......................... Ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός εξουσία και κλήρος της γενιάς μας...........και φυσικά το λατρεμένο Πέραμα

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΙΩΤΕΣ

H παρακάτω παράδοση αντλήθηκε από το ένα βιβλίο του 1894 το οποίο αναφέρεται στη Λαϊκή Παράδοση του νησιού μας και σχετίζεται με την λεσβιακή παροιμιακή  φράση " Σαράντα ή κατ'  άλλους δώδεκα Μυτιληνιοί ένα γάιδαρο φορτώναν". Το βιβλίο υπάρχει στο διαδίκτυο  και το ανακάλυψε  ο διαχειριστής της ομάδας του  Φατσοτέφτερου "Σκοπελος Λεσβου".  Για να οδηγηθείτε στην συγκεκριμένη παράδοση πατήστε τον σύνδεσμο στην παρακάτω εικόνα και πηγαίνετε στη σελίδα 116. Τη μετάφραση στα ελληνικά έκανε η Ελένη Ασπιώτη.
 α



                        ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΙΩΤΕΣ


Κάποτε ήταν σαράντα Χιώτες  που ήθελαν να κόψουν ένα κυπαρίσσι ……  Ο καθένας από αυτούς έφερε το τσεκούρι του. Έκανε αφόρητη ζέστη. Στη συνέχεια είδαν   έναν μπαχτσέ και κάθισαν να ξεκουραστούν. Κάθισαν γύρω από μια μεγάλη στέρνα  κι άπλωσαν (κρέμασαν) τα πόδια τους στο νερό. Κι είπαν:
«Πω, πω πόσα πόδια ! Μα, ποια είναι τα δικά τους και ποια  είναι τα  δικά μου;»
Ε, λοιπόν ο μπαχτσαβάνης είπε στους Χιώτες:
«Δώστε μου το τσεκούρι σας κι εγώ  θα σας αποκαλύψω ποια είναι του καθενός τα πόδια».
 Ο μπαχτσαβάνης  έκρυψε  όλα τα τσεκούρια, εκτός από  ένα  με το οποίο άρχισε να χτυπά τα πόδια τους. Οι Χιώτες  μάζεψαν τα πόδια τους  και τράπηκαν σε φυγή , εγκαταλείποντας τα τσεκούρια τους.
Έφτασαν στον τόπο που ήταν το κυπαρίσσι.
Καθώς δεν είχαν τσεκούρια , ανέβηκαν  όλοι μαζί στο ψηλό δέντρο, πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον   και έσπρωχναν με  πόδια και χέρια για να πέσει το κυπαρίσσι. Εκείνος που ήταν στην κορυφή του  δέντρου κουράστηκε και είπε στους άλλους:
« Κρατήστε με γερά , γιατί δεν με κρατούν τα χέρια μου!»
Άφησε το δέντρο κι όλοι οι Χιώτες  τουμπάρησαν κι έπεσαν. Σκοτώθηκαν όλοι τους, εκτός από δύο οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Στον  δρόμο , ο  ένας  τους   είδε  ένα μεγάλο  πουλί σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα δέντρο και είπε  στον σύντροφό του:
«Θα πιάσω αυτό το πουλί να το μαγειρέψουμε».
Τη στιγμή που ανέβαινε  στον κορμό  για να αρπάξει το πουλί, εκείνο πέταξε μακριά.
Τότε ο Χιώτης φώναξε:  « Ω, πουλί ! Εσύ πετάς ! Αλλά κι εγώ επίσης πετώ!»
Κι έριξε βουτιά στον γκρεμό.
Ο άλλος  Χιώτης συνέχισε την πορεία του. Έφτασε σε μια
Γέφυρα και του μπήκε  ξαφνικά στο μυαλό ότι
ποτέ στη ζωή μου δεν είχε δει πίσω του .
 Έτσι σήκωσε  τη βράκα  του  και έσκυψε για να δει.  Ενώ  οπισθοχωρούσε  ,  
πλησίασε την άκρη της γέφυρας χωρίς να προσέξει και έπεσε μέσα στο νερό .
Στην παραπάνω   ιστορία οι Χιώτες  αντιπαραθέτουν το :

«Δέκα Μυτιληνιοί έναν γάιδαρο φορτώναν και ξεφορτώναν».